skip to Main Content
An135

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ “Α”: Ετερώνυμα

Επιπλοποιός είμαι με απολυτήριο Γυμνασίου. Βασική, υποχρεωτική εκπαίδευση δηλαδή. Δεν τα έπαιρνα τα γράμματα, κυρίως επειδή βαριόμουν. Δεν έβρισκα κάποιο ενδιαφέρον στα του σχολείου εκτός κι αν ήταν ωραία η καθηγήτρια. Αλλά και πάλι αυτό ήταν κίνητρο για να διαβάζω το πρώτο χρονικό διάστημα. Που να ήξερα ότι θα κατέληγα με γιατρό. Τα ετερώνυμα έλκονται που λένε. 4 χρόνια μαζί. Σε λίγο παίρνει την ειδικότητα. 4 χρόνια παντρεμένοι δηλαδή, στο σύνολο 7. Κεραυνοβόλος! Παρόλο που είναι γιατρός δεν έχει το υφάκι και το όλο τουπέ του γιατρού. Κομψή βέβαια, αυτό εξυπακούεται, αλλά μέχρι εκεί. 33άρα, ανεξάρτητη, με δικό της αμάξι. Αποπνέει τέτοιο δυναμισμό που κάνει σχεδόν όλα τα κεφάλια να γυρνάνε. Ένιωθα περήφανος και μόνο που δήλωνα άντρας της. Μέναμε στη Φιλαδέλφεια, δίπλα στο Άλσος. Πάντα της άρεσε το πράσινο, οπότε είπα να μη χαλάσω χατίρι. Εγώ, αυτή και η Ζέτα, η γάτα μας.

Μια μέρα μου είπε να παίξουμε ένα παιχνίδι. Το κάναμε αρκετά συχνά αυτό. Λογικό όταν είσαι χρόνια με κάποιον. Δικιά της ιδέα. Θα μου έγραφε σε ένα χαρτάκι ή στον καθρέφτη του μπάνιου με κραγιόν μια φράση στα αρχαία Ελληνικά κι αν έβρισκα τη σημασία θα είχα το καλύτερο ξύπνημα στον κόσμο που μπορεί να έχει ένας άντρας. Αν όχι, μια μούτζα. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν η μούτζα έφευγε σύννεφο!! Το ίδιο κι εκείνη για τα πρωινά στη δουλειά. Παρόλα αυτά εγώ συνέχιζα τις προσπάθειες μολονότι πετύχαινα εξαιρετικά σπάνια το στόχο μου. Από ένα σημείο και μετά ας πούμε ότι μου άρεσε και η φάση της εκμάθησης, παρόλο που εγώ δεν την έβαλα ποτέ να μου πει ποιό ξύλο είναι οξιά και ποιό βελανιδιά. Την αγαπούσα γι’ αυτό που είναι.

Στην επαίτειο των 5 χρόνων μας είχε 24ωρη εφημερεία. Χωρίς καν να χρειαστεί να το σκεφτώ, αγόρασα μια ανθοδέσμη πέρα από το δώρο που της είχα ήδη πάρει. Περπατούσα όλο καμάρι προς το νοσοκομείο. Φορούσα και λίγο πιο καλά ρούχα. Μην φανταστείς κάτι πολύ ιδιαίτερο βέβαια. Ένα γαλάζιο πουκάμισο και ένα ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Δεν ήθελα να πάω στη δουλειά της ατημέλητος. Ήξερα ότι οι άλλες οι καρακάξες, οι συναδέλφισσές τις και οι νοσοκόμες αν δεν κατάλαβες, έχουν τον νου τους μόνο στο κουτσομπολιό. Ένιωθα ένα περίεργο σφίξιμο λες και θα την ξαναζητήσω σε γάμο. Με το που μπήκα στο χώρο εργασίας της αυτό το συναίσθημα αυξήθηκε. Θα μου πεις ήμουν και σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα με την ανθοδέσμη που κρατούσα. Έπρεπε να έχω το χέρι μου αρκετά κάτω για να μπορώ να δω. Ρωτάω στο γραφείο νοσηλείας αν είναι στο γραφειο των ιατρών έτσι ώστε να μην χάνω χρόνο ψάχνοντας.

-Συγγνώμη, γνωρίζετε που είναι η κυρία Πεχλιβανίδη;

-Η κυρία Πεχλιβανίδη έχει φύγει, τί τη θέλετε;

-Τι εννοείτε έχει φύγει;

-Δεν εργάζεται πλέον εδώ, τελείωσε με την ειδικότητα.

-Τιιιιιιιι;;;;;; Νιώθω σαν κάποιος να έχει συμπιέσει τον εγκέφαλό μου και να τον έχει εκσφενδονίσει σα να είναι κομφετί.

-Ναι, έχει φύγει 2 μήνες τώρα. Εσείς ποιός είστε;

-O άντρας της!

Κοπανάω την πόρτα πίσω μου, πετάω και την ανθοδέσμη στο διάδρομο! Θα γίνει της πουτάνας!! Θα γίνει χαμός! Περπατάω στο διάδρομο με γρήγορο και βαρύ βήμα, ξεφυσάω, νιώθω ήδη αναψοκοκκινισμένος! Τα πάντα γύρω μου φαντάζουν να έχουν σκοτεινιάσει. Πού στο διάολο πηγαίνει κάθε μέρα; Στάνταρ μου βάζει κέρατο! Με ποιόν όμως; Σίγουρα με κανα γιατρό, πάντα είχα έτσι κι αλλιώς την αμφιβολία μήπως τα βρει με κάποιον απ’ τη δουλειά της. Μάλλον θα το ‘κανε! Πως θα μάθω; Πως; Το βρήκα! Δε θα της κάνω σκηνή. Θα την παρακολουθήσω αύριο! Θα το παίξω όσο πιο ήρεμος μπορώ στο σπίτι. Κι αν καταλάβει κάτι θα πω ότι τσακώθηκα στη δουλειά!

Οδηγώ όλο νεύρα μέχρι που σε μια φάση κοντεύω να τρακάρω!! Προσπαθώ να ξανασυγκεντρωθώ στην οδήγηση. Έχω ένα σκοπό άλλωστε! Επιτέλους φτάνω στο σπίτι. Ας παίξουμε το θέατρο του παραλόγου τώρα. Εντωμεταξύ κανονίζω με έναν φίλο μου να δανειστώ το αμάξι του. Αν πάρω το δικό μου θα με καταλάβει. Την επόμενη μέρα φεύγω πρώτος. Μπαίνω στο αμάξι. Ανάβω τσιγάρο, περιμένω. Τη βλέπω που βγαίνει απ’ την είσοδο. Βάζει μπροστά. Καθ’ όλη τη διάρκεια έχω το νου μου μην τη χάσω. Τη βλέπω να παρκάρει έξω από ένα ξενοδοχείο. Παρκάρω κι εγώ.. Περιμένω λιγάκι.. Παίρνω 2 βαθιές ανάσες. Πάμε! Μπαίνω στο ξενοδοχείο. Ρωτάω τον ρεσεψιονίστ σε ποιό δωμάτιο μπορώ να την βρω. Μου λέει δεν έχει κάποια καταχώρηση στο όνομα. Άρα είναι ήδη επάνω ο άλλος, σκέφτομαι. Του λέω περιμένουν και έναν τρίτο αλλά εγώ έχω το όνομα της κυρίας. Του την περιγράφω. Μου λέει είναι στο 252. Ρωτάω αν μπορώ να έχω το δεύτερο κλειδί. Μου το δίνει. Ανεβαίνω. Νιώθω την πίεσή μου να ανεβαίνει. Πλησιάζω την πόρτα! Ανοίγω.. Βλέπω έναν μεσήλικα να μπαινοβγαίνει με μανία μέσα της!

-Καριόλα!! ΚΑΡΙΟΛΑ!! ΚΑΡΙΟΛΑ!! ΣΚΡΟΦΑ! ΚΑΡΙΟΛΑΑΑ!!!

Επόμενη σκηνή εγώ να έχω στα χέρια μου το μεσήλικα και να τον βαράω με πολλή περισσότερη μανία από αυτήν που την πήδαγε αυτός πριν! Έτρεμα ολόκληρος, ούρλιαζα! Δε θυμάμαι η αλήθεια είναι πόση ώρα τον βάραγα. Στο τέλος είχαν ανοίξει τα χέρια μου.

-Τη γυναίκα μου ρε ξεφτιλισμένε; Συνεχίζω να τον βαράω! Καταφέρνει να μου ψελλίσει κάτι.

-Και που θες να ξέρω ότι είναι γυναίκα σου;

-Τι που να το ξέρεις ρε καριόλη; Tη βέρα δεν την είδες;

-Έχεις δει πολλές πουτάνες με βέρα;

-Τι;; Νιώθω για λίγα δευτερόλεπτα να ακούω έναν αντίλαλο.

-Έχεις δει πολλές πουτάνες με βέρα εσύ; Δεν το ήξερες, ε; Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον που λένε.

Γυρνάω και τη βλέπω να με κοιτάζει όλο τρόμο. Είμαι σίγουρος ότι στο βλέμμα μου διακρίνονται μύρια συναισθήματα!

-Συγγν..

-Μη διανοηθείς!! Νιώθω τα δάκρυα απόγνωσης που πέφτουν στα μάγουλά μου. Απλά μη διανοηθείς!

Επόμενη σκηνή να φεύγω ακόμα πιο εξαγριωμένος για το σπίτι. Λίγο μετά ήρθε κι εκείνη. Εκείνη την ημέρα πρέπει να μας άκουσε όλη η Φιλαδέλφεια. Η γάτα είχε κρυφτεί για αρκετή ώρα, φοβούμενη μάλλον μην αρπάξει κι αυτή καμία με τα νεύρα που είχα. Φεύγοντας από το σπίτι ξέχασε πολλά από τα πράγματά της. Όχι όμως το κραγιόν και τα στυλό που μου έγραφε τις σημειώσεις κάθε πρωί πριν φύγει και με τα οποία είχα γεμίσει όλο το σπίτι: ΣΚΡΟΦΑ, ΚΑΡΙΟΛΑ, ΞΕΚΟΥΜΠΗΣΟΥ.. Με το που άκουσα την πόρτα να κλείνει ένιωσα αυτομάτως μια απέραντη μοναξιά. Μόνος μου σ’ένα σπίτι. Κάθομαι με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα πιάνοντας το κεφάλι μου. Κοιτάω ασυναίσθητα αριστερά μου και βλέπω τη Ζέτα να με κοιτάζει με το πιο έντονο βλέμμα που θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ σε τετράποδο.

ALICE IN NO-WONDERLAND

Back To Top