skip to Main Content
Ο παλιός κεφαλονίτικος ρουκετοπόλεμος

Ο παλιός κεφαλονίτικος ρουκετοπόλεμος

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός

Στην Κεφαλονιά υπήρχε από παλιά η έντονη σμπαράδικη εικόνα της εορτής της Λαμπρής. Μετά την Ένωσης του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα, που πλέον ήταν ελεύθερες οι χριστιανικές ορθόδοξες εκφράσεις,  ο λαός θα ξαναφέρει πιο δυναμικά τον ρουκετοπόλεμο κατά την περίοδο της Λαμπρής[1] « Ο ζουρλοροκετοπόλεμος του Αργοστολίου διαρκεί όλην την ημέρα της λαμπράς, όπου και παντελόνια τρυπιώνται και μουστάκια καίονται και γενιάδες τσουρουφλίζονται.- Οι χωροφύλακες και οι κλητήρες, μένουν κλεισμένοι , δια τον φόβον των Ιουδαίων, και τα διαμαχόμενα μέρη επιπίπτουν μανιωδώς εναντίον, …Η κουρλοροκέτες το περικυκλ΄΄ωνουνε πανταχόθεν και μόνο η φυγή το σώζει, ως εσωσε τόσους άλλους φιλησύχους πολίτας, οι οποίοι ηναγκάσθησαν όλην την ημέραν να ήναι κλεισμένοι στα σπίτια τους σαν Εβραίοι, δια να αποφύγουν την λύσσαν και την μανίαν των οπαδών του Ιησού…»

Άλλη αναφορά στον παλιό τύπο κατά το τέλςο του 19ου αιώνα  μας ενημερώνει πως στο Αργοστόλι  από νωρίς πριν από την Λαμπρή ετοιμάζοντας οι ρουκέτες. Συγκεκριμένα  κατά το 1890 καταγράφεται η κατασκευή ολίγων ρουκετών, αλλά ο σχολιαστής επαινεί τον αστυνόμο ότι είχε τον έλεγχο και περιόρισε το έθιμο αυτό, σχολιάζοντας στο τύπο της εποχής[2], πως «…Αλλά πολύ καλόν θα ήτον αν ο κόσμος παρήτει αφ’ εαυτού τοιούτον έθιμον, χωρίς να είναι ανάγκη της αστυνομικής παρεμβάσεως. Οι αληθείς χριστιανοί την μεγάλην εορτήν του Πάσχα πρέπει να πανηγυρίζωσιν εν αγάπη και ομονοία και όχι εν πολέμοις ροκετών και πυροβολισμών.»

Παρόλη την αστυνόμευση  που γινόταν στο Αργοστόλι για τις ρουκέτες, αυτές δεν έλειπαν από την  πασχαλινή ατμόσφαιρα απενανίας την συπολήρωναν  με όσα και να γίνονταν επικίνδυνα. «..Η Κυριακή του Πάσχα απέρασε με ησυχίαν. Ροκέτες όμως δυστυχώς δεν έλλειψαν, μολονότι ο κ. Αστυνόμος έκαμεν ό, τι ηδυνήθη, συνέλαβε πολλούς και περιώρισε το κακόν έθιμον. Εις το λιθόστρωτον πλησίον του φαρμακείου του κ. Τρωγιάννου συνέβη κάτι το δυσάρεστον. Παίδες τινες επετέθησαν δια ρουκετών εναντίον μιας ξένης Κυρίας διερχομένης…»[3]

Μα και το Ληξούρι δεν έμενε πίσω  στα θορυβώδη πράγματα της Λαμπριάς. Στα 1900[4] όπως και κάθε χρονιά η Ανάσταση του Χριστού ήταν πολύ θορυβώδης από τη μεριά του Ληξουρίου, τέτοια ώστε ο αρθρογράφος σε τοπική εφημερίδα να την παραλληλίζει με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Το Ληξούρι κάθε που ερχόταν  η Λαμπρή   καργάριζε τα κανόνια του τα οποία βρισκόταν στο λιμάνι και έστελνε τα πυρά του προς το Αργοστόλι. Φυσικά ήταν αφόρητη η ατμόσφαιρα τόσο στην παραλία όσο και στην πλατεία της πόλης  από τον πολύ καπνό  και το βουητό που έκαναν  οι εκατοντάδες ρουκέτες, ενόψει της Λαμπρής.

Δεν έλειψαν ποτέ τα ατυχή  περιστατικά τα οποία έπαθαν οι κατασκευαστές των επικίνδυνων πυροτεχνημάτων και αυτοσχέδιων ρουκετών. Μια τέτοια περίπτωση[5] ήταν και αυτή του Παναγή Σιμωτά Μαλαϊνού από τα Σαρλάτα της Λιβαθούς, ο οποίος κατασκέυαζε τα λεγόμενα χαλκούνια, είδο βαρελότου δια την Λαμπρή. Στα 1901  «…ενώ δε  έτριβεν  εις εν  μουρτάρι τα σχετικά υλικά εξεπυρσοκρότησε το μίγμα, του έβλαψε σοβαρώς τας χείρας, του προσέβαλε τους οφθαλμούς, έθραυσε παρατυχόντα πράγματα και επλήγωσε ελαφρώς και άλλους παρισταμένους. Η σκηνή συνέβη εις το μαγαζί του Γασπαράτου Παβιόλου εις Σαρλάτα, ο τραυματισθείς δε Μαλαϊνός μετεφέρθη εις το Νοσοκομειον.

Τα σμπάρα, τα βαρελότα, το σπάσιμο των αγγείων, οι κροτίδες και τα τοιαύτα, αποτελούν  έκφραση χαράς, εκτόπισης κακού, εκτόπισης κακής ενέργειας, διεγείρουν τις αισθήσεις, φέρνοντάς σε στη ζωή.  «Σε τρομάζουν», σε ξυπνούν και σου λένε πως ζεις, πως νίκησες τον θάνατο, πως μπορείς να ξυπνήσεις και να νικήσεις το θάνατο  και με τον μεγάλο θόρυβο γίνεται μέσα σου «μια πρόβα θανάτου» που σε προετοιμάζεις να δεις τη ζωή και να επιλέξεις προσωπική στάση και εξέλιξη .

Στην παλιά λαογραφία του Ληξουρίου απέναντι στην αδελφή πόλη του Αργοστολίου, τα σμπάρα της Ανάστασης αντάριαζαν τους Ληξουριώτες  που οι παλιές κόντρες με την πρωτεύουσα και τα ευτράπελα ήταν πράξεις ζωής, δράσης και ύπαρξης για τις δυο πόλεις.

Κάθε που οι Ληξουριώτες έφτανε η Λαμπρή, τα παλιά χρόνια, έως και το 1919, αλλά πιθανόν και για λίγα χρόνια μετέπειτα, σμπαράριζαν τα κανόνια ενάντια στο Αργοστόλι. Το έκαναν  με κέφι για να δηλώσουν την παρουσία τους, το μπρίο τους, αλλά και να τους πουν, πως, οι της απέναντι όχθης κάτοικοι είναι  φωλιασμένοι μέσα στη λάκα, δεν παίρνουν «τον αγέρα τους».

Βέβαια,  οι Ληξουριώτες όπως ήταν πάντα θορυβώδεις, αλλά και σπιρτόζοι, έβρισκαν την ευκαιρία να λένε τσου Αργοστολιώτες  « ωρές  ειμάστενε  ζωντανοί ! και εσείς που εισάστενες ωρές;   Να σας αμολάρουμε και καμιά σμπαραξιά άμα λάχει … για να ξυπνήσετε;!

Και ο παραπάνω λόγος έχει την αιτία του!  Είχε λοιπόν το Ληξούρι αρκετά κανόνια, δυο από αυτά ήταν  «Ο Κάρλος και ο Λούτσος» .

Εκ των οποίων το  ένα ονομαζόταν  Κάρλος εκ του ονόματος του εργοστασίου που προερχόταν «Karlo e Figlio» (εκ της οποίας λέξεως προήλθεν ίσως η ονομασία Καρυοφίλι), το δε δεύτερο, ο Λούτσος, ήταν από άλλο  ομώνυμου εργοστάσιου.  Τα κανόνια  τα μετέφεραν οι Ληξουριώτες  παρά τους Αγ. Αποστόλους παλαιού Ενετικού πυροβολείου,  όπου η περιοχή ονομάστηκε  «στρατώνας» εκεί όπου σήμερον υπάρχει το νεκροταφείο της πόλης…

Τόμου ήταν Λαμπρή μαζεύονταν όλα τα αγιόπαιδα – ζιζάνια του Ληξουριού και άναβαν τον Κάρλο, που κοιτούσε προς το Αργοστόλι.

Έκαναν πρώτα να ξημερώνει Λαμπρή «Θεού κακό» στις εκκλησίες, εκείνος ο Αρχάγγελος, η ομορφοκκλησιά του Ληξουρίου,  είχε μαρτυρήσει, τα στασίδια ήταν μπουκούνια, και αφού τα ζιζάνια πήγαιναν από ναό σε ναό και δώστου  σμπάρα και αυτοσχέδια «πυρομαχικά» και έπειτα μαζεύονταν οι παρέες και «άναβαν» τον Κάρλο και τον έκανα να βογγάει κοιτώντας το Γροστόλι.

Ακόμη και ο  Γεώργιος Μολφέτας δεν άφησε  το θέμα και μ’ αυτό κόσμησε τις  σελίδες του στην εφημερίδα «Ζιζάνιον»…

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΜΑΣ [6]

Τα ήθη μας και τα έθιμά μας είναι φανερή αντίφασιν με τα ευπρεπή μας φορέματα, με τα λαμπρά μας οικήματα και με ίσως κάθε άλλο υλικό μέρος της κοινωνίας μας.

Ο ύστερος όχλος των ύστερων χυδαίων μας, όστις έλαβε τώρα ύστερα το τιμόνι του Κράτους μας και πηγαίνει το καράβι μας ίσια πάνου στο βράχο, είχε πάει πρωτύτερα και το τιμόνι της εκκλησίας μας. Ελάτε ξένοι να ιδείτε πως εκατάντησε η θρησκεία μας!…

Ελάτε ξένοι να ιδείτε πως εορτάζουμε τη Λαμπρή μας. Μεγάλο Σάββατο, Λαμπρή και Ναι Δευτέρα, τρεις ημέρες αράδα, θέλει ιδείτε τους χυδαίους μικρούς  μεγάλους, σαν έξω φρενών, να γυρίζουν στους δρόμους αρματωμένοι με πιστόλες και κάποιοι με τουφέκια και με τρομπόνια, να γιομίζουνε και να ρίχνουνε σμπάρα σα σ’ επανάσταση!

Ένας ανήξερος από τούτη τη βαρβαρότητα ήθελε νομίσει να βρίσκεται μέσα σε μίαν κοινωνίαν από τρελούς!… Έτσι στο τέλος της βαρβάρου τούτης παραφροσύνης μαθαίνουμε πάντα πόσα και ποία τα δυστυχήματα. Ενός έσπασε η πιστόλα και του έκοψε τα δάχτυλα! Αλλουνού η πιστόλα εσμπαράρισε μέσα στο βρακί του και του εξέσκλισε το πλευρό του! Άλλος τραβώντας άσκεφτα μεσ’ στους ανθρώπους εσκότωσ’ ένα παιδί… Και πάει λέοντας.

Ανάμεσα σε τούτους τους πιστολοφόρους και τρομπονοφόρους το Μεγάλο Σάββατο θελ’ ιδείτε και μαχαιροφόρους, οι οποίοι διατρέχουν όλους τους δρόμους φωνάζοντες “ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο” με το μαχαίρι στο χέρι τους και δέρματα ακόμη ζεστά, από άλλα αρνιά που εσφάξανε, τούτη όντας η πληρωμή τους. Η θεωρία των ανθρώπων τούτων είναι ανάλογη με το έργον τους αληθινοί σφάχτες, είναι άπαστροι, ματωμένοι, σιχαντεροί και φρικώδεις.

Τούτες τες τρεις ημέρες. Ημέρες φρενοβλαβείας δια τον Τόπον, κάθε φρόνιμος οικογενειάρχης κλειέται στο σπίτι του, για να βαστά κλεισμένα τα παιδιά του, μην έβγουν έξω και του συνέβη σ’ εδαυτά κανένα δυστύχημα. Και τούτη είναι η Λαμπρή μας!… Και εορτάζεται έτσι η θυσία Εκείνου, που έχυσε το αίμα του απάνου στο σταυρό συμβουλεύοντας την θρησκείαν της ειρήνης και της αγάπης, την λατρείαν της Θεότητος εν πνεύματι και αληθεία, την πάυσιν της βαρβαρότητος, την φώτισην και την ηθικοποίησιν των λαών!…

Οποίον θυσίαν εματαιώσαμε!…

 

[1] Εφημ. Η Σφήκα, αρ. φυλ. 30, 7-4-1868, σ.σ. 2-3.

[2] Εφημ. Τύπος , αρ. φυλ 9 , 29-3-1890, σελ 4.

[3]  Εφημερίς Αργοστολίου, αρ. φυλ. 27, 5-4-1901, σελ 3.

[4] Εφημ. Μύδρος αρ. φυλ. 3, έτος Α.,΄16-4-1900 σ.σ. 2-3

[5] Ό.π. υποσημείωση 45.

[6] Είναι ένα κείμενο του Ανδρέα Λασκαράτου, που δεν έχει συμπεριληφθεί στα Άπαντα του τα οποία  επιμελήθηκε ο Παπαγεωργίου. Προέρχεται από την Κεφαλονίτικη Εφημερίδα «Σφήκα» 9 αρ. φυλ. 75, 27/ 4/1869. Επίσης αναζήτησε το κείμενο του Ανδρέα Λασκαράτου με τίτλο «Ο Χριστός  και η Λαμπρή», τ. 3ος     σ,σ, 516-517. Το κείμενο έχει περίπου τις ίδιες ιδέες  με το αναδημοσιευμένο σε αυτό το φυλλάδιο.

Πηγή

Back To Top